ἀνειλόμην

ἀνειλόμην
ἀναιρέω
take up
aor ind mid 1st sg
ἀνείλω
shrink up
imperf ind mp 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πάμφλεκτος — πάμφλεκτος, ον (Α) 1. αυτός που φλέγει, που κατακαίει τα πάντα 2. γεμάτος φλόγες («οὔτε παμφλέκτου πυρὸς ἀνειλόμην», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ φλεκτος] …   Dictionary of Greek

  • σπάργανο — το / σπάργανον, ΝΜΑ 1. επιμήκης και φαρδιά λωρίδα υφάσματος με την οποία περιτυλίγουν τα βρέφη, κν. φασκιά 2. στον πληθ. τα σπάργανα το σύνολο τών πανιών με τα οποία συνήθιζαν παλαιότερα να τυλίγουν τα βρέφη, αλλ. πάνες νεοελλ. 1. βιολ. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”